29 Μαρτίου 2024
Ανατολική Αιγιαλεία: 14° C
Σίγησε το αηδόνι της Ποταμιάς
25 Μαΐου 2012

Παραμονές της Ανάληψης, του πανηγυριού του χωριού σου, διάλεξες, αηδόνι της Ποταμιάς, να σιγήσεις για πάντα.
Έχασες τη μάχη με την επάρατη νόσο, που σε ταλαιπωρούσε εδώ και 1,5 χρόνο. Πρόσκαιρος νικητής ο θάνατος καμαρώνει στο μαρμαρένιο αλώνι τη νίκη του. Νομίζει ότι τα αηδόνια σιωπούν και μετά τη λαβωματιά του.
Τα κατάφερες να τον ξεγελάσεις, θείε Παναγή, τραγουδιστή της παράδοσης, τελευταίε φύλακα της Άνω Ποταμιάς. Γιατί, τα αηδόνια συνεχίζουν να κελαηδούν και να συντροφεύουν τις μνήμες μας, παρόλο που δεν πετάνε πια από κλαδί σε κλαδί. Τα αηδόνια έχουν ψυχή, κελαηδούν και κουβαλάνε εικόνες μιας ρεματιάς που έσφυζε άλλοτε από ζωή, απ’ τα γέλια των παιδιών των δύο αδελφών Πλατάνων, των δικών μου παιδιών, των εγγονιών σου, που ήπιαν νερό απ’ τη βρύση στα Καρδάμματα κι όποιος ήπιε απ’ το νερό της Ποταμιάς δεν μπορεί να λησμονήσει τη μοναδική αυτή κοιλάδα της Κραθίδας, τα χρόνια τα αγνά, τα χρόνια που η επαρχία και η εξοχή είχε ζωή, είχε σπίτια γεμάτα κόσμο, είχε ανθρώπους φιλόξενους, νοικοκυραίους, γλεντζέδες, ανθρώπους που έβαλαν πλάτη να σώσουν την πληγωμένη απ’ τις πυρκαγιές γη τότε στη δεκαετία του ‘70.
Ανθρώπους σαν κι εσένα, θείε Παναγή, ευπροσήγορους, καλοσυνάτους, αυθεντικούς, γεμάτους αγάπη για την ουσία της ζωής και όχι για τα υλικά πράγματα. Ανθρώπους που δε μασούσαν τα λόγια τους και τα έλεγαν έξω απ’ τα δόντια όπου έπρεπε, ανθρώπους της παρέας, της ανοικτής καρδιάς, του «έλα να πιούμε ένα ποτηράκι στη βεράντα με τα χειροποίητα ξυλόγλυπτα και πάρε μια τσάντα φρέσκα φασόλια, ντομάτες και μια πλεξούδα σκόρδα για το μάτι απ’ το μποστάνι μου, καρύδια, μανιτάρια απ’ το Στόλο», είναι σα να σε ακούω να τους φιλεύεις όλους με τη χαρακτηριστική φωνή σου.  
Οι άνθρωποι είναι, βλέπεις, αερικά. Δεν χάνονται μετά από τούτη τη ζωή. Τριγυρίζουν ανάμεσά μας μέσα στις μάνες μνήμες και στις σκέψεις. Κι εσύ είχες ίσκιο, σαν τα αιωνόβια πλατάνια του Άι-Γιάννη, θείε Παναγή. Είχες ίσκιο, γιατί δρόσιζες τις κουρασμένες ψυχές μας από την αβίωτη καθημερινότητα, απ’ τα προβλήματα που μαστίζουν τη χώρα με την ηρεμία και τη φιλοσοφημένη σου άποψη για τη ζωή.
Κι όταν έπιανες το τραγούδι κι ξόμπλιαζες το «σαν  πας πουλί μ’ στο Μοριά», όταν έφερνες δυο λεβέντικες βόλτες στο τσάμικο, κι ο Άι-Γιάννης ο Κλήδονας ακόμα υποκλινόταν μαζί μας. Με το πλάτεμα του βλέμματός σου, όσο έφτανε αυτό απ’ τ’ αλωνάκι του Άι Τρύφωνα δίπλα στο δεύτερο σπίτι σου ως πάνω στην αετοράχη του Προφήτη Ηλία, πότιζες τις καρδιές μας με μουσικές του λαϊκού μας τραγουδιού, την ψυχή του Έλληνα.
Κοντά σου ξεδίψασαν όχι μόνο οι παραθεριστές στα θερινά πανηγύρια της μεγάλης σου αγάπης, της Ποταμιάς σου. Αλλά και οι περαστικοί, αυτοί που ανακάλυπταν το χωριουδάκι και τις ομορφιές του και οι συγγενείς σου που έκαναν πάντα στάση στο «σπίτι του αγροφύλακα».
Σε εκείνη τη βεράντα, κάτω απ’ τη σκέπη της καρυδιάς, ήπιαν το κρασί σου, τσούγγρισαν τα ποτήρια με το ούζο, έφαγαν το καλομαγειρεμένο φαγητό σου –μέλι απ’ τα χέρια σου-, χόρεψαν οι δικοί σου άνθρωποι, οι συγγενείς και οι φίλοι, οι συνάδελφοι της Αγροφυλακής, τα παιδιά του Δασονομείου και της Πυροσβεστικής, οι Πρόεδροι των χωριών και τόσοι άλλοι ανώνυμοι κι επώνυμοι, ακόμα και οι δημοσιογράφοι απ΄ την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ γεύτηκαν ένα καλοκαίρι τη φιλοξενία σου, έγραψαν άρθρο για την Ποταμιά και τη λίμνη του Τσιβλού, διαφημίζοντας τον τόπο μας, χάρη σε εσένα.      
Θα ακούω το κελάηδισμά σου, αηδόνι της Ποταμιάς, θα πίνουμε μαζί το καφεδάκι στην πλατεία της Ακράτας σαν άλλοτε όταν ερχόσουν να πάρεις το μισθό ή να παραστείς σε κάποια δίκη στο ειρηνοδικείο, με τη μοτοσικλέτα σου, φορτωμένη σταυρόλεξα και κασέτες να σε περιμένει λεύτερο και πάντα νέο να φεύγεις για τη γειτονιά των Αγγέλων κοντά στον φίλο σου Διονύση, στη μάνα μου τη Νίτσα, στο «τρίτο σου παιδί» τον Γιάννη και τόσους άλλους αγαπημένους μας.    
Γιατί είναι ελεύθερα τα πουλιά, θείε Παναγή, ακόμα κι όταν τα βρίσκει η σφεντόνα του θανάτου.
Με αυτήν την εικόνα σου θα σε θυμούνται πάντα οι δικοί σου άνθρωποι, η σύντροφος της ζωής σου Ανδριάνα, οι κόρες σου Φρόσω και Βάσω, που τόσο σου συμπαραστάθηκαν στον άνισο με την αρρώστια αγώνα, οι γαμπροί σου, τα τέσσερα εγγόνια σου κι όλοι όσοι σε αγάπησαν, όλοι όσοι σε γνώριζαν.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα του Πλατάνου, της γης που σε γέννησε.

Η ανιψιά σου, Τασία Ευσταθίου
Πλάτανος, 23-5-2012

 

Χελμός © 2024
Σχεδιασμός, Ανάπτυξη & Φιλοξενία